- ἐφιελίς
- ἐφιελίςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφιελίς — ἐφιελίς, ίδος, ἡ (Α) μέρος τής μίτρας αρχιερέα η οποία περιβάλλει το μέτωπο, κάλυκας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφαλμένος τ. αντί εφηλίς*] … Dictionary of Greek
κάλυκας — Το εξωτερικό περίβλημα του άνθους, συνήθως πράσινο, που σχηματίζεται από φυλλάρια, τα σέπαλα, είτε ελεύθερα μεταξύ τους (κάλυκας χωριστοσέπαλος ή αποσέπαλος) είτε ενωμένα (κάλυκας συσσέπαλος ή μονοσέπαλος), ώστε να σχηματίζουν ένα όργανο κοίλο,… … Dictionary of Greek